- τελευτώντας
- τελευτῶνταςτελευτάωbring to passpres part act masc acc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
τελευτῶντας — τελευτάω bring to pass pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευτώ — τελευτῶ, άω, ΝΜΑ [τελευτή] 1. (αμτβ.) α) φθάνω στο τέλος, τελειώνω, λήγω, καταλήγω β) πεθαίνω (α. «προτού τελευτήσει τον βίο της» β. «τελευτήσαντος δὲ τοῡ Γέροντος, ἦλθε... τὴν συνήθη εὐχὴν ἀποδώσων», Μηναί. γ. «ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησε Δαρεῑος», Ξεν.) … Dictionary of Greek